- φλεγομένῃ
- φλέγωburnpres part mp fem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φλεγομένη — φλέγω burn pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μωυσής — I Βιβλικό πρόσωπο. Προφήτης, νομοθέτης του εβραϊκού λαού και ελευθερωτής του από τη δουλεία στην Αίγυπτο. Σύμφωνα με τη διήγηση της Εξόδου, διέφυγε κατά θαυμαστό τρόπο τη διαταγή του Φαραώ για την εξολόθρευση όλων των παιδιών των Εβραίων· σώθηκε… … Dictionary of Greek
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
άναμμα — το (Α ἄναμμα) [ἀνάπτω] νεοελλ. 1. το να ανάβει κανείς, να βάζει φωτιά, η ανάφλεξη 2. παροχή ρεύματος σε ηλεκτρική συσκευή ή λαμπτήρα 3. υψηλή θερμοκρασία, υπερβολική ζέστη 4. πυρετός 5. ο ανώτατος βαθμός μιας καταστάσεως, η ένταση 6. σεξουαλική… … Dictionary of Greek
αποδημία — H μετανάστευση· η μετακίνηση από έναν τόπο σε έναν άλλο. (Θρησκ.) Α. ονομάζεται στη θρησκευτική ορολογία η ομαδική μετάβαση των πιστών για προσκύνημα σε τόπους που θεωρούνται ιεροί. Γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα και αποτελεί κοινό έθιμο σε… … Dictionary of Greek
θεόδευτος — θεόδευτος, ον (Μ) (για τη φλεγόμενη βάτο) αυτή που διαποτίζεται από τη θεία χάρη και δεν καίγεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δευτος (< δεύω «διαβρέχω»), πρβλ. ελαιό δευτος] … Dictionary of Greek
πυροσβεστήρας — Συσκευή κατάλληλη για την κατάσβεση πυρκαγιάς περιορισμένης έκτασης. Χρησιμοποιούνται σήμερα π. σε διαφόρους τύπους και διαστάσεις, προσαρμοσμένοι για διάφορες συνθήκες περιβάλλοντος και για διαφορετικά καιόμενα υλικά. Η δράση τους, σε όλους τους … Dictionary of Greek
Αβδεναγώ — Βιβλικό πρόσωπο. Στο βιβλίο του προφήτη Δανιήλ αναφέρεται ότι o Α. ρίχτηκε στη «φλεγόμενη κάμινο» μαζί με άλλους δύο νεαρούς Εβραίους, τον Σεδράχ και τον Μισάχ, κατά διαταγή του Ναβουχοδονόσορ κι ότι βγήκε από εκεί χωρίς να πάθει κανένα κακό. Ο Α … Dictionary of Greek
Αγχίσης — I Μυθολογικό πρόσωπο, ήρωας της Τροίας. Η Αφροδίτη τον ερωτεύτηκε όταν τον είδε, ωραιότατο νέο, να βόσκει τα βόδια του πάνω στο βουνό Ίδη της Μικράς Ασίας. Παρουσιάστηκε τότε μπροστά του με μορφή θνητής κόρης. Ο Α. ερωτεύτηκε κι αυτός τη θεά,… … Dictionary of Greek
Μελισσάνθη — (Αθήνα, 1907 – 1990). Ποιήτρια και μεταφράστρια. Το πραγματικό της όνομα ήταν Ήβη Κούγια Σκανδαλάκη. Σπούδασε ξένες φιλολογίες (γαλλική και γερμανική) στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ασχολήθηκε επίσης με τις καλές τέχνες. Εργάστηκε ως καθηγήτρια της… … Dictionary of Greek